θα το πω

Θα το πώ, σα να μην είμαι γω, σα να το λέει κάποιος σε κάποιον, σαν αυτός που μιλάει δεν είναι, δεν ήταν, δεν συμμετέχει παρά μόνο λέει ο,τι κάποιος άλλος ήθελε να πει, αλλά δεν ήθελε κιόλας ο ίδιος να μιλήσει, ήθελε να ακουστεί, ήθελε να το πεί με λόγια δικά του οπωσδήποτε, όχι όμως αυτός να ανοίξει στόμα, ούτε κάν να μορφάσει, να ακουστεί βέβαια αλλά το υποκείμενο να μην είναι ο ίδιος, νάναι κάποιος, κάποιος που μιλάει εκ μέρους τού εαυτού τού άλλου και όχι ως φερέφωνο αυτού που μιλάει δια μέσου του, να πει σε πρώτο πρόσωπο λόγια άλλου που ήθελε να μιλήσει αλλά δεν ήθελε να αποκαλυφθεί οτι αυτός μιλάει και αυτός ακούγεται, αλλά ο άλλος ο πραγματικά ομιλών, του οποίου η φωνή ακούγεται, όμως μιλάει εκ μέρους μου, διότι εγώ είναι αυτός που θέλει πραγματικά να τα πεί, δηλαδή να πώ, ας το πώ πεί ώστε να μην τα πώ αλλά να τα πεί αυτός ο οποίος θέλει να βάλει τον έτερο να μιλήσει, να τα πεί στα ίσα, βεβαίως πλαγίως στα ίσα, όμως αυτός στα ίσα θα μιλησει, όχι ως ενδιάμεσος, ως απ ευθείας ομιλών, λέγοντας ο,τι εγώ δηλαδή αυτός που εξ αρχής ήθελε να μιλήσει αναθέτοντας το ‘ήθελε’ σε κάποιον που δεν έχει ιδέα τι ήθελε ο άλλος, εγώ στην προκειμένη, να πεί, αλλά θα μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο, λέγοντας ‘εγώ’ και όχι ‘αυτός’, διότι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό οτι αυτός που μιλάει το λέει και όχι ο άλλος, εγώ δηλαδή που σε καμμία περίπτωση δεν έχω όρεξη να πώ τίποτε

ε.θ.